μεταλαβιά
Смотреть что такое "μεταλαβιά" в других словарях:
μεταλαβιά — η η Θεία Κοινωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλαβαίνω από το θ. μεταλαβ + κατάλ. ιά] … Dictionary of Greek
κοινωνιά — Το σύνολο των ανθρώπων που συμβιώνουν σε έναν τόπο ή σε μία ιστορική περίοδο. Από κοινωνιολογική άποψη, η κ. ισοδυναμεί με την ύπαρξη ενός δικτύου δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, το οποίο βασίζεται σε συνειδητά (και όχι ενστικτώδη) στοιχεία και σε… … Dictionary of Greek
μετάληψη — η η μεταλαβιά, η Θεία Κοινωνία: Ο παπάς ευλόγησε το κρασί για τη μετάληψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)